δείκτης νοημοσύνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δείκτης νοημοσύνης | οι | δείκτες νοημοσύνης |
| γενική | του | ζείκτη νοημοσύνης | των | δεικτών νοημοσύνης |
| αιτιατική | τον | δείκτης νοημοσύνης | τους | δείκτες νοημοσύνης |
| κλητική | δείκτης νοημοσύνης | δείκτες νοημοσύνης | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δείκτης νοημοσύνης < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Intelligenzquotient
Ουσιαστικό
δείκτης νοημοσύνης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.