νιζάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιζάμι τα νιζάμια
      γενική του νιζαμιού των νιζαμιών
    αιτιατική το νιζάμι τα νιζάμια
     κλητική νιζάμι νιζάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιζάμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική نظام (τουρκική nizam) < αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /niˈza.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιζάμι
ομόηχο: νιζάμη

Ουσιαστικό

νιζάμι ουδέτερο

  1. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) διοικητικό διάταγμα του δοβλετίου επί τουρκοκρατίας, το κρατούν νόμιμο, καθιερωμένη συνήθεια, έθος [1]
  2. (ιστορία, ναυτικός όρος) ναυτικός κώδικας βασισμένος σε ναυτικά έθιμα
    σπουδαίος τέτοιος κώδικας ήταν τα νιζάμια των Σπετσών που αφορούσαν ναυπηγήσεις και χρήσεις (εκμετάλλευση - διαχείριση) καραβιών, ναυτολογήσεις, μεταφορές κ.ά.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.