νημάτινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νημάτινος | η | νημάτινη | το | νημάτινο |
| γενική | του | νημάτινου | της | νημάτινης | του | νημάτινου |
| αιτιατική | τον | νημάτινο | τη | νημάτινη | το | νημάτινο |
| κλητική | νημάτινε | νημάτινη | νημάτινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νημάτινοι | οι | νημάτινες | τα | νημάτινα |
| γενική | των | νημάτινων | των | νημάτινων | των | νημάτινων |
| αιτιατική | τους | νημάτινους | τις | νημάτινες | τα | νημάτινα |
| κλητική | νημάτινοι | νημάτινες | νημάτινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
νημάτινος, -η, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νήμα
Μεταφράσεις
νημάτινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.