νημάτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νημάτινος η νημάτινη το νημάτινο
      γενική του νημάτινου της νημάτινης του νημάτινου
    αιτιατική τον νημάτινο τη νημάτινη το νημάτινο
     κλητική νημάτινε νημάτινη νημάτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νημάτινοι οι νημάτινες τα νημάτινα
      γενική των νημάτινων των νημάτινων των νημάτινων
    αιτιατική τους νημάτινους τις νημάτινες τα νημάτινα
     κλητική νημάτινοι νημάτινες νημάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νημάτινος < νήμα + -ινος

Επίθετο

νημάτινος, -η, -ο

  1. που περιέχει νήματα ή αποτελείται απ’ αυτά
     συνώνυμα: νηματώδης
  2. που το σχήμα του είναι όμοιο με νήμα, που μοιάζει μ’ αυτό
     συνώνυμα: νηματοειδής, νηματώδης

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη νήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.