μετανεωτερικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετανεωτερικός η μετανεωτερική το μετανεωτερικό
      γενική του μετανεωτερικού της μετανεωτερικής του μετανεωτερικού
    αιτιατική τον μετανεωτερικό τη μετανεωτερική το μετανεωτερικό
     κλητική μετανεωτερικέ μετανεωτερική μετανεωτερικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετανεωτερικοί οι μετανεωτερικές τα μετανεωτερικά
      γενική των μετανεωτερικών των μετανεωτερικών των μετανεωτερικών
    αιτιατική τους μετανεωτερικούς τις μετανεωτερικές τα μετανεωτερικά
     κλητική μετανεωτερικοί μετανεωτερικές μετανεωτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετανεωτερικός < μετα- + νεωτερικός

Επίθετο

μετανεωτερικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.