νεωκόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεωκόρισσα | οι | νεωκόρισσες |
| γενική | της | νεωκόρισσας | των | νεωκορισσών |
| αιτιατική | τη | νεωκόρισσα | τις | νεωκόρισσες |
| κλητική | νεωκόρισσα | νεωκόρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νεωκόρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.