ψυχιατρική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχιατρική | οι | ψυχιατρικές |
| γενική | της | ψυχιατρικής | των | ψυχιατρικών |
| αιτιατική | την | ψυχιατρική | τις | ψυχιατρικές |
| κλητική | ψυχιατρική | ψυχιατρικές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ψυχιατρική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψυχιατρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχιατρικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
Αναφορές
- σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.