ψυχιατρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχιατρική οι ψυχιατρικές
      γενική της ψυχιατρικής των ψυχιατρικών
    αιτιατική την ψυχιατρική τις ψυχιατρικές
     κλητική ψυχιατρική ψυχιατρικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχιατρική (μαρτυρείται από το 1874)[1]< ψυχή + ιατρική

Ουσιαστικό

ψυχιατρική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχιατρική

Ομώνυμα / Ομόηχα

Αναφορές

  1. σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.