νεροσυρμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεροσυρμή οι νεροσυρμές
      γενική της νεροσυρμής των νεροσυρμών
    αιτιατική τη νεροσυρμή τις νεροσυρμές
     κλητική νεροσυρμή νεροσυρμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροσυρμή < μεσαιωνική ελληνική νεροσυρμή. Συγρχονικά αναλύεται σε νερο- + συρμή[1]

Ουσιαστικό

νεροσυρμή θηλυκό

  • αυλάκι στο έδαφος που δημιουργείται από τα νερά της βροχής στην κατηφορική τους πορεία
      Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ να βρούμε περδικοφωλιές με περδικάβγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές, στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ' τα προσήλια τους, περδίκια απ' τις βοσκές τους, αλλά περδικοφωλιές και περδικάβγα πουθενά! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νεροσυρμή < νερο- < νερόν + συρμή σύρνω < (σύρω)

Ουσιαστικό

νεροσυρμή ουδέτερο

  • ρέμα, έντονο κατέβασμα νερού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.