περδίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περδίκι τα περδίκια
      γενική του περδικιού των περδικιών
    αιτιατική το περδίκι τα περδίκια
     κλητική περδίκι περδίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περδίκι < υποκοριστικό της λέξης πέρδικα, περδικάκι, νεοσσός αυτής.

Ουσιαστικό

περδίκι ουδέτερο

  1. η πέρδικα (το πουλί)
  2. ο υγιής άνθρωπος, αυτός που έχει ανακτήσει τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις μετά από περιπέτεια της υγείας του

Εκφράσεις

  • έγινα περδίκι: ξαναβρήκα την καλή μου υγεία μετά από αρρώστια ή τραυματισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.