νεογνολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | νεογνολόγος | οι | νεογνολόγοι |
| γενική | του/της | νεογνολόγου | των | νεογνολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | νεογνολόγο | τους/τις | νεογνολόγους |
| κλητική | νεογνολόγε | νεογνολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεογνολόγος < νεογνολογία
Ουσιαστικό
νεογνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα): παιδίατρος εξειδικευμένος στο νεογνό
- (βιοχημεία): βιοχημικός ερευνητής, συνηθέστερα φαρμακοβιομηχανιών, εξειδικευμένος στη βιοχημεία νεογνικής περιόδου.
- (στατιστική): στατιστικός ερευνητής επί θεμάτων νεογνικής περιόδου
Μεταφράσεις
νεογνολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.