ναυτόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτόπουλο τα ναυτόπουλα
      γενική του ναυτόπουλου των ναυτόπουλων
    αιτιατική το ναυτόπουλο τα ναυτόπουλα
     κλητική ναυτόπουλο ναυτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυτόπουλο < ναύτης + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο

Προφορά

ΔΦΑ : /naˈfto.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυτόπουλο

Ουσιαστικό

ναυτόπουλο ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του ναύτης
  2. (οικείο) μούτσος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.