μούτσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μούτσος οι μούτσοι
      γενική του μούτσου των μούτσων
    αιτιατική τον μούτσο τους μούτσους
     κλητική μούτσε
& μούτσο
μούτσοι
Κατηγορία όπως «μούτσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική mozzo με τροπή [o] > [u] + [1]

Ουσιαστικό

μούτσος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.