ναυτολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυτολόγιο | τα | ναυτολόγια |
| γενική | του | ναυτολόγιου & ναυτολογίου |
των | ναυτολόγιων & ναυτολογίων |
| αιτιατική | το | ναυτολόγιο | τα | ναυτολόγια |
| κλητική | ναυτολόγιο | ναυτολόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναυτολόγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) επίσημο ναυτιλιακό έγγραφο στο οποίο εγγράφονται τα μέλη του πληρώματος ενός πλοίου καθώς και άλλα σχετικά στοιχεία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ναυτολόγος, ναυς και λέγω
Μεταφράσεις
ναυτολόγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.