ναυαγισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ναυαγισμένος | η | ναυαγισμένη | το | ναυαγισμένο |
| γενική | του | ναυαγισμένου | της | ναυαγισμένης | του | ναυαγισμένου |
| αιτιατική | τον | ναυαγισμένο | τη | ναυαγισμένη | το | ναυαγισμένο |
| κλητική | ναυαγισμένε | ναυαγισμένη | ναυαγισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ναυαγισμένοι | οι | ναυαγισμένες | τα | ναυαγισμένα |
| γενική | των | ναυαγισμένων | των | ναυαγισμένων | των | ναυαγισμένων |
| αιτιατική | τους | ναυαγισμένους | τις | ναυαγισμένες | τα | ναυαγισμένα |
| κλητική | ναυαγισμένοι | ναυαγισμένες | ναυαγισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ναυαγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναυαγώ
Μεταφράσεις
ναυαγισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.