mining
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaɪnɪŋ/
Ουσιαστικό
mining (en)
- όρυξη, εξόρυξη, η εκμετάλλευση ορυχείου
- (νεολογισμός) η διαδικασία δημιουργίας νέων μονάδων κρυπτονομισμάτων
Πολυλεκτικοί όροι
- quarrying
-
mining στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.