ναρκέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ναρκέμπορος | οι | ναρκέμποροι |
| γενική | του | ναρκέμπορου & ναρκεμπόρου |
των | ναρκέμπορων & ναρκεμπόρων |
| αιτιατική | τον | ναρκέμπορο | τους | ναρκέμπορους & ναρκεμπόρους |
| κλητική | ναρκέμπορε | ναρκέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναρκέμπορος < περικοπή του ναρκ(ωτικά) + -έμπορος
Προφορά
- ΔΦΑ : /naɾˈcem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναρ‐κέ‐μπο‐ρος
Ουσιαστικό
ναρκέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) ο έμπορος ναρκωτικών
- ※ Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, οι ναρκέμποροι που επέβαιναν σε ένα φουσκωτό ταχύπλοο κατάφεραν και ξεφόρτωσαν ποσότητες κάνναβης στα τουρκικά παράλια, με τις τουρκικές Αρχές να τους αντιλαμβάνονται και να αρχίζουν να τους καταδιώκουν. (www.zougla.gr, 25/9/2019)
Μεταφράσεις
ναρκέμπορος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.