νανο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νανο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από διαγλωσσικούς όρους nano-, όπως αγγλικά nano- < λατινική nanus < αρχαία ελληνική νᾶνος / νάννος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /na.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νανο-

Πρόθημα

νανο-, νανό-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νανο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νανό- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.