νανο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νανο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από διαγλωσσικούς όρους nano-, όπως αγγλικά nano- < λατινική nanus < αρχαία ελληνική νᾶνος / νάννος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐νο-
Πρόθημα
νανο-, νανό-
- πρώτο συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία
- του πολύ μικρού, του μικροσκοπικού
- (ιατρική) ότι κάποιο μέρος του σώματος είναι συγκριτικά με τα υπόλοιπα πολύ μικρότερο
- (φυσική) ότι η σύνθετη λέξη είναι το ένα δισεκατομμυριοστό αυτού που δηλώνει το β’ συνθετικό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νανο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νανό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νάνος
Αναφορές
- νανο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.