νανοτεχνολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νανοτεχνολογία | οι | νανοτεχνολογίες |
| γενική | της | νανοτεχνολογίας | των | νανοτεχνολογιών |
| αιτιατική | τη | νανοτεχνολογία | τις | νανοτεχνολογίες |
| κλητική | νανοτεχνολογία | νανοτεχνολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νανοτεχνολογία < νανο- + τεχνολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nanotechnology)
Ουσιαστικό
νανοτεχνολογία θηλυκό
- (νεολογισμός) η τεχνολογία σε νανοκλίμακα, δηλαδή σε διαστάσεις από ένα έως εκατό νανόμετρα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νάνος, τεχνολογία, τέχνη και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.