νανοκεφαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νανοκεφαλία | οι | νανοκεφαλίες |
| γενική | της | νανοκεφαλίας | των | νανοκεφαλιών |
| αιτιατική | τη | νανοκεφαλία | τις | νανοκεφαλίες |
| κλητική | νανοκεφαλία | νανοκεφαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νανοκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) (παρωχημένο) κατάσταση στην οποία το κεφάλι είναι μικρότερο αναλογικά από το συνηθισμένο, σχετικά με το υπόλοιπο σώμα
Μεταφράσεις
νανοκεφαλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.