νανοδευτερόλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νανοδευτερόλεπτο | τα | νανοδευτερόλεπτα |
| γενική | του | νανοδευτερόλεπτου & νανοδευτερολέπτου |
των | νανοδευτερόλεπτων & νανοδευτερολέπτων |
| αιτιατική | το | νανοδευτερόλεπτο | τα | νανοδευτερόλεπτα |
| κλητική | νανοδευτερόλεπτο | νανοδευτερόλεπτα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νανοδευτερόλεπτο < νανο- + δευτερόλεπτο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νανοδευτερόλεπτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.