νάβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νάβα οι νάβες
      γενική της νάβας των ναβών
    αιτιατική τη νάβα τις νάβες
     κλητική νάβα νάβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νάβα < μεσαιωνική ελληνική νάβα < λατινική navis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *néh₂us

Ουσιαστικό

νάβα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.