νάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νάβα | οι | νάβες |
| γενική | της | νάβας | των | ναβών |
| αιτιατική | τη | νάβα | τις | νάβες |
| κλητική | νάβα | νάβες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάβα < μεσαιωνική ελληνική νάβα < λατινική navis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *néh₂us
Ουσιαστικό
νάβα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τρικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο
- ※ Μπάρκα, Γαμπάρρα, Μπαρκομπέστια, Πολάκρα, Βασικές εκδοχές νάβας στις θάλασσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χρύσανθος Νοταράς, Ταξιδεύοντας στον 17ο και τον 18ο αιώνα, Τα θαλάσσια μέσα, ime.gr, )
-
νάβα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
νάβα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.