μπαρκομπέστια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρκομπέστια οι μπαρκομπέστιες
      γενική της μπαρκομπέστιας των μπαρκομπεστιών
    αιτιατική την μπαρκομπέστια τις μπαρκομπέστιες
     κλητική μπαρκομπέστια μπαρκομπέστιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρκομπέστια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπαρκομπέστια θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, ιστορία) παλαιότερος τύπος ευέλικτου τρικάταρτου ιστιοφόρου, της κατηγορίας του δρόμωνα
  2. κωπήλατο πλοίο με ιστία
      Μπάρκα, Γαμπάρρα, Μπαρκομπέστια, Πολάκρα, Βασικές εκδοχές νάβας στις θάλασσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χρύσανθος Νοταράς, Ταξιδεύοντας στον 17ο και τον 18ο αιώνα, Τα θαλάσσια μέσα, ime.gr, )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.