μπάρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάρκα | οι | μπάρκες |
| γενική | της | μπάρκας | των | μπαρκών |
| αιτιατική | την | μπάρκα | τις | μπάρκες |
| κλητική | μπάρκα | μπάρκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπάρκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπάρκα θηλυκό
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) κωπήλατο πλοίο με ιστία
- ※ Μπάρκα, Γαμπάρρα, Μπαρκομπέστια, Πολάκρα, Βασικές εκδοχές νάβας στις θάλασσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χρύσανθος Νοταράς, Ταξιδεύοντας στον 17ο και τον 18ο αιώνα, Τα θαλάσσια μέσα, ime.gr, )
Μεταφράσεις
μπάρκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.