μωρολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μωρολογημένος | η | μωρολογημένη | το | μωρολογημένο |
| γενική | του | μωρολογημένου | της | μωρολογημένης | του | μωρολογημένου |
| αιτιατική | τον | μωρολογημένο | τη | μωρολογημένη | το | μωρολογημένο |
| κλητική | μωρολογημένε | μωρολογημένη | μωρολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μωρολογημένοι | οι | μωρολογημένες | τα | μωρολογημένα |
| γενική | των | μωρολογημένων | των | μωρολογημένων | των | μωρολογημένων |
| αιτιατική | τους | μωρολογημένους | τις | μωρολογημένες | τα | μωρολογημένα |
| κλητική | μωρολογημένοι | μωρολογημένες | μωρολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μωρολογημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.