μυριοστόλιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριοστόλιστος η μυριοστόλιστη το μυριοστόλιστο
      γενική του μυριοστόλιστου της μυριοστόλιστης του μυριοστόλιστου
    αιτιατική τον μυριοστόλιστο τη μυριοστόλιστη το μυριοστόλιστο
     κλητική μυριοστόλιστε μυριοστόλιστη μυριοστόλιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριοστόλιστοι οι μυριοστόλιστες τα μυριοστόλιστα
      γενική των μυριοστόλιστων των μυριοστόλιστων των μυριοστόλιστων
    αιτιατική τους μυριοστόλιστους τις μυριοστόλιστες τα μυριοστόλιστα
     κλητική μυριοστόλιστοι μυριοστόλιστες μυριοστόλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυριοστόλιστος < μυριο- + στολίζω + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /miɾ.ʝoˈsto.li.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυριοστόλιστος

Επίθετο

μυριοστόλιστος

  • (λογοτεχνικό) που τον έχουν στολίσει πολύ
      Τοῦτον τὸν πετροβούναρο ποῦ ξάστερος ψηλόνει | μὲ τὲς πολλὲς λαμπρὲς κορφὲς ποῦ ἡ κάθε μιά τους σώνει | τὸν οὐρανό, μὲ χρώματα κάθε λογῆς καὶ χάρη | γεμᾶτος, μέταλλα ἄμετρα καὶ πετραδιῶ λογάρι | φορῶντας, μυριοστόλιστος σὰ φλάμπουρο στημένος | τοῦ τριςμεγάλου ρουμανιοῦ, παντοῦ κατοικημένος.
    Λορέντζος Μαβίλης (μτφ.), Νάλας και Νταμαγιάντη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.