μυασθένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυασθένεια οι μυασθένειες
      γενική της μυασθένειας των μυασθενειών
    αιτιατική τη μυασθένεια τις μυασθένειες
     κλητική μυασθένεια μυασθένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυασθένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myasthénie < αρχαία ελληνική μῦς + ἀσθένεια

Ουσιαστικό

μυασθένεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.