μπριόζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μπριόζος | η | μπριόζα | το | μπριόζο |
| γενική | του | μπριόζου | της | μπριόζας | του | μπριόζου |
| αιτιατική | τον | μπριόζο | την | μπριόζα | το | μπριόζο |
| κλητική | μπριόζε | μπριόζα | μπριόζο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μπριόζοι | οι | μπριόζες | τα | μπριόζα |
| γενική | των | μπριόζων | των | μπριόζων | των | μπριόζων |
| αιτιατική | τους | μπριόζους | τις | μπριόζες | τα | μπριόζα |
| κλητική | μπριόζοι | μπριόζες | μπριόζα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μπριόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική brioso + -ς < brio [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɾiˈo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρι‐ό‐ζος
Συγγενικά
- μπριόζικα
- μπριόζικος
- → δείτε τη λέξη μπρίο
Μεταφράσεις
μπριόζος
|
|
Αναφορές
- μπριόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.