μπρίο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπρίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική brio < ισπανική brio < γαλατική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρίο

Ουσιαστικό

μπρίο ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.