μπριόζα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μπριόζα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μπριόζος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μπριόζο) του μπριόζος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.