μποέμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μποέμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική bohème[1] < Bohême (Βοημία)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /boˈem/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μποέμ

Ουσιαστικό

μποέμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο (θηλυκό και μποέμισσα)

  1. που ζει με τρόπο λιτό, αμέριμνο, αντισυμβατικό και σχεδόν άσωτο (χρησιμοποιείται συνήθως για καλλιτέχνες)
      Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. για τον τίτλο της όπερας  δείτε τη λέξη Μποέμ

  • μποέμης (για το αρσενικό)[3]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μποέμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Υπονοεί που ζει όπως οι «Βοημοί» (τσιγγάνοι), διαφορετικά από τον θεωρούμενο «κανονικό» τρόπο διαβίωσης.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.