μποεμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μποεμισμός | οι | μποεμισμοί |
| γενική | του | μποεμισμού | των | μποεμισμών |
| αιτιατική | τον | μποεμισμό | τους | μποεμισμούς |
| κλητική | μποεμισμέ | μποεμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μποεμισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.