μποέμικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μποέμικος η μποέμικη το μποέμικο
      γενική του μποέμικου της μποέμικης του μποέμικου
    αιτιατική τον μποέμικο την μποέμικη το μποέμικο
     κλητική μποέμικε μποέμικη μποέμικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μποέμικοι οι μποέμικες τα μποέμικα
      γενική των μποέμικων των μποέμικων των μποέμικων
    αιτιατική τους μποέμικους τις μποέμικες τα μποέμικα
     κλητική μποέμικοι μποέμικες μποέμικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μποέμικος < μποέμ + -ικος

Επίθετο

μποέμικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.