μπιφτέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπιφτέκι | τα | μπιφτέκια |
| γενική | του | μπιφτεκιού | των | μπιφτεκιών |
| αιτιατική | το | μπιφτέκι | τα | μπιφτέκια |
| κλητική | μπιφτέκι | μπιφτέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα ψημένο μπιφτέκι
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /biˈfte.ci/
Ουσιαστικό
μπιφτέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) παρασκεύασμα από κιμά (συνήθως μοσχαρίσιο) το οποίο πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
μπιφτέκι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μπιφτέκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.