beef
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| beef | beefs |
Ετυμολογία
- beef < μέση αγγλική beef < αγγλονορμανδική beof
Προφορά
- ΔΦΑ : /biːf/
Ουσιαστικό
beef (en)
- το βοδινό κρέας
- (αργκό) λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ δυο ή περισσοτέρων ατόμων, συνήθως χωρίς τη χρήση υβριστικών χαρακτηρισμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.