πίσος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῐσο-
ονομαστική πίσος οἱ πίσοι
      γενική τοῦ πίσου τῶν πίσων
      δοτική τῷ πίσ τοῖς πίσοις
    αιτιατική τὸν πίσον τοὺς πίσους
     κλητική ! πίσε πίσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίσω
γεν-δοτ τοῖν  πίσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίσος < άγνωστης ετυμολογίας (σκοτεινό έτυμο). Πιθανόν ξένη λέξη (θρακο-φρυγική)[1]

Ουσιαστικό

πίσος αρσενικό

  1. (φυτό) η μπιζελιά
  2. (όσπριο) μπιζέλι

  • πίσον (ουδέτερο)
  • πισός (σε κώδικες)

Αναφορές

  1. Σταματάκος, Ιωάννης. Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: Βιβλιοπρομηθευτική, 1999. (1972)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.