μπεμπεδίστικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπεμπεδίστικα < μπεμπεδίστικος + -α < μπεμπέ < γαλλική bébé
Μεταφράσεις
μπεμπεδίστικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μπεμπεδίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπεμπεδίστικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.