μπε
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbe/
Ετυμολογία 1
- μπε: ηχομιμητική λέξη
Επιφώνημα
μπε άκλιτο (συχνά, με παρατεταμένο εεε)
- αρχαία ελληνικά: βῆ (προφορά /bɛ̂ː/)
Ετυμολογία 2
- μπε < (λόγιο δάνειο) γαλλική bé
Ουσιαστικό
μπε ουδέτερο άκλιτο
Πηγές
- μπε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπε - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.