πορτμπεμπέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πορτμπεμπέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική porte-bébé[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾt.beˈbe/
Ουσιαστικό
πορτμπεμπέ ουδέτερο άκλιτο
- παιδικό καθισματάκι ή κρεβατάκι με ειδικές λαβές, στο οποίο κάθεται ή με το οποίο μεταφέρεται ένα μωρό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπεμπέ
Μεταφράσεις
πορτμπεμπέ
|
- πορτμπεμπέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.