μπεκροκανάτας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεκροκανάτας οι μπεκροκανάτες
      γενική του μπεκροκανάτα
    αιτιατική τον μπεκροκανάτα τους μπεκροκανάτες
     κλητική μπεκροκανάτα μπεκροκανάτες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπεκροκανάτας < μπεκροκανάτ(α) + -ας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /be.kɾo.kaˈna.tas/

Ουσιαστικό

μπεκροκανάτας αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.