μπεκροκανάτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπεκροκανάτας | οι | μπεκροκανάτες |
| γενική | του | μπεκροκανάτα | — | |
| αιτιατική | τον | μπεκροκανάτα | τους | μπεκροκανάτες |
| κλητική | μπεκροκανάτα | μπεκροκανάτες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπεκροκανάτας < μπεκροκανάτ(α) + -ας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /be.kɾo.kaˈna.tas/
- μπεκροκανάτα (θηλυκό)
Αναφορές
- μπεκροκανάτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.