μπαϊρακτάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαϊρακτάρης οι μπαϊρακτάρηδες
      γενική του μπαϊρακτάρη των μπαϊρακτάρηδων
    αιτιατική τον μπαϊρακτάρη τους μπαϊρακτάρηδες
     κλητική μπαϊρακτάρη μπαϊρακτάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαϊρακτάρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική bayraktar (σημαιοφόρος) + -ης

Ουσιαστικό

μπαϊρακτάρης αρσενικό και μπαϊραχτάρης

  1. στρατιώτης ή άλλος τιτλούχος που κουβαλάει και έχει την ευθύνη της σημαίας
      Ὁ Κωσταντὴς ξεμπούκαρε, σούρνοντας τὰ παληκάρια του, μὲ μπαϊράκι ξεδιπλωμένο. Τὸ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ μπαϊραχτάρη του, τὸ κάρφωσε στὸ δῶμα. (Παντελής Πρεβελάκης, Ὁ Κρητικός. Ἡ πρώτη λευτεριά, 1949)
     συνώνυμα: σημαιοφόρος
  2. Αλβανός φύλαρχος
  3. αυταρχικός μάγκας (από τον στρατιωτικό Δημήτριο Μπαϊρακτάρη (18321904) ο οποίος, όταν διορίστηκε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών το 1893, συνελάμβανε χωρίς στοιχεία τους τότε γραφικούς παρανόμους (κουτσαβάκηδες) και τους εξευτέλιζε δημοσίως πριν τους φυλακίσει)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.