μπαϊραχτάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαϊραχτάρης | οι | μπαϊραχτάρηδες |
| γενική | του | μπαϊραχτάρη | των | μπαϊραχτάρηδων |
| αιτιατική | τον | μπαϊραχτάρη | τους | μπαϊραχτάρηδες |
| κλητική | μπαϊραχτάρη | μπαϊραχτάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαϊραχτάρης < τουρκική bayraktar (σημαιοφόρος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.