μπατίρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπατίρισσα | οι | μπατίρισσες |
| γενική | της | μπατίρισσας | — | |
| αιτιατική | την | μπατίρισσα | τις | μπατίρισσες |
| κλητική | μπατίρισσα | μπατίρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπατίρισσα < μπατίρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈti.ɾi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐τί‐ρισ‐σα
- ομόηχο: μπατίρισα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φτωχός
μπατίρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.