μπατίρισα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈti.ɾi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπατίρισα
ομόηχο: μπατίρισσα

Ρηματικός τύπος

μπατίρισα

  1. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του μπατιρίζω
  2. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του μπατίρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.