ταμπλό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταμπλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική tableau[1]

Ουσιαστικό

ταμπλό ουδέτερο άκλιτο

  • η μεγάλη ορθογώνια ξύλινη επιφάνεια, ο πίνακας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.