μπαρούμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαρούμα | οι | μπαρούμες |
| γενική | της | μπαρούμας | — | |
| αιτιατική | την | μπαρούμα | τις | μπαρούμες |
| κλητική | μπαρούμα | μπαρούμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαρούμα < (άμεσο δάνειο) βενετική paroma
Ουσιαστικό
μπαρούμα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) σκοινί πρόσδεσης ή/και ρυμούλκησης μικρού πλωτού μέσου ή βάρκας (που ρίχνεται από την πλώρη)
- Ἐγώ θαλασσώνω καί βγαίνω στή στεριά, καί σᾶς τραβῶ μέ τήν μπαρούμα ὣς τόν Ἁι-Σώστη. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.