μπαρούμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρούμα οι μπαρούμες
      γενική της μπαρούμας
    αιτιατική την μπαρούμα τις μπαρούμες
     κλητική μπαρούμα μπαρούμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρούμα < (άμεσο δάνειο) βενετική paroma

Ουσιαστικό

μπαρούμα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.