μπαρμπουτιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαρμπουτιέρα | οι | μπαρμπουτιέρες |
| γενική | της | μπαρμπουτιέρας | — | |
| αιτιατική | την | μπαρμπουτιέρα | τις | μπαρμπουτιέρες |
| κλητική | μπαρμπουτιέρα | μπαρμπουτιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαρμπουτιέρα < μπαρμπούτι + -ιέρα
Ουσιαστικό
μπαρμπουτιέρα θηλυκό
- το τραπέζι στο οποίο παίζεται μπαρμπούτι
- (συνεκδοχικά) ο χώρος στον οποίο παίζεται μπαρμπούτι
- (συνεκδοχικά) η νόμιμη ή παράνομη επιχείρηση στην οποία παίζεται μπαρμπούτι ή άλλα τυχερά παιχνίδια με ζάρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.