μπαρμπουτιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρμπουτιέρα οι μπαρμπουτιέρες
      γενική της μπαρμπουτιέρας
    αιτιατική την μπαρμπουτιέρα τις μπαρμπουτιέρες
     κλητική μπαρμπουτιέρα μπαρμπουτιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαρμπουτιέρα < μπαρμπούτι + -ιέρα

Ουσιαστικό

μπαρμπουτιέρα θηλυκό

  1. το τραπέζι στο οποίο παίζεται μπαρμπούτι
  2. (συνεκδοχικά) ο χώρος στον οποίο παίζεται μπαρμπούτι
  3. (συνεκδοχικά) η νόμιμη ή παράνομη επιχείρηση στην οποία παίζεται μπαρμπούτι ή άλλα τυχερά παιχνίδια με ζάρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.