wanna

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

  1. wanna < want to
  2. wanna < want a

Συγχώνευση

wanna (en)

  1. (ιδιωματισμός) θέλω να
    I wanna go home! - θέλω να πάω σπίτι!
  2. (ιδιωματισμός) θέλω ένα
    I wanna puppy! - θέλω ένα σκυλάκι

Σημειώσεις

  • σπάνια χρησιμοποιείται για την καταφατική μορφή του τρίτου ενικού προσώπου καθώς η μορφή του ρήματος περιέχει κατάληξη s (wants)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.