μπαλαμούτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαλαμούτι τα μπαλαμούτια
      γενική του μπαλαμουτιού των μπαλαμουτιών
    αιτιατική το μπαλαμούτι τα μπαλαμούτια
     κλητική μπαλαμούτι μπαλαμούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαλαμούτι < σλαβικής προέλευσης balamut (πβ. ρωσικά баламут)

Ουσιαστικό

μπαλαμούτι ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. κόλπο, απάτη, ψέμα, εξαπάτηση, ιδιαίτερα σε χαρτοπαιξία
  2. ερωτικά χάδια, αγκαλιές, φιλιά, ερωτοτροπία
  3. μη συναινετικό χούφτωμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.