μπαλαμουτιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαλαμουτιάζω < μπαλαμούτι + -ιάζω
Ρήμα
μπαλαμουτιάζω
- (λαϊκότροπο) κουβεντιάζω με κάποιον προσπαθώντας να τον πείσω για κάτι, να τον εξαπατήσω
- (κατ’ επέκταση) φλερτάρω, ερωτοτροπώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπαλαμούτι
Μεταφράσεις
μπαλαμουτιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.