μπαγλάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαγλάρωμα τα μπαγλαρώματα
      γενική του μπαγλαρώματος των μπαγλαρωμάτων
    αιτιατική το μπαγλάρωμα τα μπαγλαρώματα
     κλητική μπαγλάρωμα μπαγλαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαγλάρωμα < μπαγλαρώνω

Ουσιαστικό

μπαγλάρωμα ουδέτερο

  1. η σύλληψη, το « τσίμπημα »
  2. (μεταφορικά) το ξυλοκόπημα


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.