μπαγλαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαγλαρώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlamak
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπαγλαρώνω | μπαγλάρωνα | θα μπαγλαρώνω | να μπαγλαρώνω | μπαγλαρώνοντας | |
| β' ενικ. | μπαγλαρώνεις | μπαγλάρωνες | θα μπαγλαρώνεις | να μπαγλαρώνεις | μπαγλάρωνε | |
| γ' ενικ. | μπαγλαρώνει | μπαγλάρωνε | θα μπαγλαρώνει | να μπαγλαρώνει | ||
| α' πληθ. | μπαγλαρώνουμε | μπαγλαρώναμε | θα μπαγλαρώνουμε | να μπαγλαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | μπαγλαρώνετε | μπαγλαρώνατε | θα μπαγλαρώνετε | να μπαγλαρώνετε | μπαγλαρώνετε | |
| γ' πληθ. | μπαγλαρώνουν(ε) | μπαγλάρωναν μπαγλαρώναν(ε) |
θα μπαγλαρώνουν(ε) | να μπαγλαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπαγλάρωσα | θα μπαγλαρώσω | να μπαγλαρώσω | μπαγλαρώσει | ||
| β' ενικ. | μπαγλάρωσες | θα μπαγλαρώσεις | να μπαγλαρώσεις | μπαγλάρωσε | ||
| γ' ενικ. | μπαγλάρωσε | θα μπαγλαρώσει | να μπαγλαρώσει | |||
| α' πληθ. | μπαγλαρώσαμε | θα μπαγλαρώσουμε | να μπαγλαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | μπαγλαρώσατε | θα μπαγλαρώσετε | να μπαγλαρώσετε | μπαγλαρώστε | ||
| γ' πληθ. | μπαγλάρωσαν μπαγλαρώσαν(ε) |
θα μπαγλαρώσουν(ε) | να μπαγλαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπαγλαρώσει | είχα μπαγλαρώσει | θα έχω μπαγλαρώσει | να έχω μπαγλαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπαγλαρώσει | είχες μπαγλαρώσει | θα έχεις μπαγλαρώσει | να έχεις μπαγλαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπαγλαρώσει | είχε μπαγλαρώσει | θα έχει μπαγλαρώσει | να έχει μπαγλαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπαγλαρώσει | είχαμε μπαγλαρώσει | θα έχουμε μπαγλαρώσει | να έχουμε μπαγλαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπαγλαρώσει | είχατε μπαγλαρώσει | θα έχετε μπαγλαρώσει | να έχετε μπαγλαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπαγλαρώσει | είχαν μπαγλαρώσει | θα έχουν μπαγλαρώσει | να έχουν μπαγλαρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.